Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγριωμάρα — η [αγρίωμα] άγρια έκφραση τού προσώπου, αγριότητα … Dictionary of Greek
αγρίωμα — το 1. τόπος άγριος και χέρσος, γεμάτος αγριόχορτο, κατάλληλος για βοσκή ζώων 2. εξαγρίωση, εξόργιση 3. εκφοβισμός, τρομοκράτηση, φόβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγριῶ. ΠΑΡ. αγριωμάδα, αγριωμάρα] … Dictionary of Greek